Η παιδική ζωγραφιά είναι ίσως μια από τις πιο γοητευτικές και συνάμα «πλούσιες» δραστηριότητες ενός παιδιού. Προκαλεί πάντα το θαυμασμό με την απλότητα, τα ελκυστικά και γεμάτα ζωή σχήματα της καθώς και το ενδιαφέρον να μάθουμε τι μπορεί να κρύβεται πίσω από τις μουντζούρες. Ποιες μπορεί άραγε να είναι οι σκέψεις και ποια τα συναισθήματα ενός παιδιού που ζωγραφίζει;

Οι μελετητές της παιδικής ζωγραφιάς επικεντρώνονται τα τελευταία χρόνια στη ψυχολογική πτυχή του και όχι στη σχεδιαστική ικανότητα, όπου επεσήμαιναν άκριτα την ανωριμότητα των γνωστικών λειτουργιών ή των συναισθηματικών καταστάσεων των παιδιών. Κατ΄ αρχήν επικεντρώνονται στην προώθηση πειραματικών ερευνών στις οποίες τα παιδιά επιδίδονται σε προσεκτικά δομημένα σχεδιαστικά έργα έτσι ώστε να δώσουν απαντήσεις σε συγκεκριμένες ερωτήσεις. Έπειτα, έμφαση δίνεται και στη σπουδαιότητα που έχει η σχεδιαστική διαδικασία στον καθορισμό της τελικής μορφής του ολοκληρωμένου σχεδίου. Τα παιδιά απολαμβάνουν τη δημιουργία σημαδιών στο χαρτί ή την παραγωγή αισθητικά ικανοποιητικών σχημάτων. Μπορεί να αποτελεί γι΄ αυτά ευχαρίστηση η δημιουργία ενός συμβολικού κόσμου στον οποίο μπορεί να ασκούν τον έλεγχο που τους λείπει από την καθημερινότητα τους. Το παιδί αντλεί τα πρώτα του θέματα από το οικογενειακό περιβάλλον και την καθημερινότητα στην οποία ζει. Μέσα από τη ζωγραφιά αναπτύσσει μια ικανότητα να εξωτερικεύει τον εσωτερικό του κόσμο, τα συναισθήματα του, τις φοβίες και όλα αυτά που τον απασχολούν χρησιμοποιώντας απλά υλικά που όμως γι΄ αυτό είναι ολόκληρος ζωγραφικός εξοπλισμός. Μέσα από την δημιουργικότητα του ξεφεύγει από το άγχος, την καταπίεση και όλα εκείνα τα αρνητικά συναισθήματα που είναι πιθανό να το κατακλύζουν. Ζωγραφίζοντας το παιδί εκφράζει το κόσμο του, την εποχή και το περιβάλλον του συμβάλλοντας έτσι την αποτύπωση της δικής του μαρτυρίας για το τι συμβαίνει γύρω του μια συγκεκριμένη στιγμή.

Πράγματι, η παιδική ζωγραφιά μπορεί να αποκρυπτογραφήσει την κοσμοθεωρία ενός παιδιού μπορεί όμως ταυτόχρονα να αποτελέσει το διαγνωστικό μέσο, μέσω του οποίου ο ψυχολόγος θα διαπιστώσει και θα καθορίσει τον βαθμό της πνευματικής του «ωρίμανσης» καθώς και στο να εντοπίσει τυχόν σημάδια καθυστέρησης ή νοητικής ανεπάρκειας.

Είναι αναγκαίο λοιπόν, ο καθένας μας να αναγνωρίσει την λειτουργική σημασία που έχει η ενθάρρυνση της παιδικής δημιουργικότητας (η σχεδιαστική αντίληψη) έτσι ώστε μέσα από αυτή να αντλήσουμε τις πληροφορίες που μας είναι αναγκαίες για την σωστή εκπαίδευση και παροχή της βοήθειας εκείνης που χρειάζεται ένα παιδί για να αναπτυχθεί.

Εξελικτικά στάδια της παιδικής ζωγραφιάς
Η παιδική ζωγραφιά διέρχεται από ορισμένα βασικά στάδια, για τα οποία συμφωνούν οι περισσότεροι ερευνητές. Αν και από ερευνητή σε ερευνητή διαφέρει ο αριθμός, η διάρκεια των σχεδίων, η ορολογία που χρησιμοποιείται και η θεωρητική αφετηρία, τα σχέδια των παιδιών μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις κατηγορίες σχεδίων: του μουντζουρώματος, των συμβόλων και του ρεαλισμού.

Στο πρώτο σχέδιο του μουντζουρώματος (2–4 χρονών), εμφανίζονται στην αρχή δυσδιάκριτα σημάδια που γίνονται σε ποικίλες επιφάνειες. Η κίνηση του χεριού του παιδιού αφήνει ίχνη που εξελίσσονται σε μουντζούρες που διατηρούν τον δυναμισμό της κίνησης που τις δημιούργησε. Επιπρόσθετα, οι κινήσεις δεν ελέγχονται, το παιδί ικανοποιείται με το λέρωμα της επιφάνειας, αργότερα όμως οι μουντζούρες οργανώνονται και το παιδί μπορεί να επαναλάβει την κίνηση του με συγκεκριμένο σκοπό.

Το στάδιο αυτό, περικλείει τρία υποστάδια. Στο πρώτο υποστάδιο έχουμε το τυχαίο και ανοργάνωτο μουντζούρωμα (1-2 χρονών), όπου ο μικρός καλλιτέχνης ενθουσιάζεται να ανακαλύπτει τα αποτυπώματα της κίνησης του πάνω στις επιφάνειες, απολαμβάνει την κίνηση του, ενώ το βλέμμα του μπορεί να είναι στραμμένο αλλού. Κατασκευάζει γραμμές με απλές και χονδροκομμένες κινήσεις, που χαρακτηρίζονται από σφικτό πιάσιμο με άκαμπτη θέση του καρπού χρησιμοποιώντας κίνηση του ώμου.

Στο δεύτερο υποστάδιο, που ονομάζεται υποστάδιο του ελεγχόμενου μουντζουρώματος (2–3 χρονών), το σχέδιο του παιδιού χαρακτηρίζεται από ελεγχόμενες, οργανωμένες και επαναληπτικές κινήσεις, από εμφάνιση ποικιλίας γραμμών και κατευθύνσεων. Το παιδί καθώς σχεδιάζει παρακολουθεί το μουντζούρωμα και περιορίζεται μέσα στα όρια του χαρτιού. Επιπλέον μπορεί να κινεί τον καρπό του χεριού του, να αντιγράφει ένα κύκλο αλλά και να συγκεντρωθεί σε ειδικά μέρη του σχεδίου.

Στο τρίτο υποστάδιο, το υποστάδιο του κατονομαζόμενου μουντζουρώματος (3–4 χρονών), βλέπουμε το παιδί να ξοδεύει πολύ περισσότερο χρόνο στο να σχεδιάζει γραμμές και μάλιστα προσπαθεί να τις συνδέσει με γνωστά αντικείμενα του περιβάλλοντος του. Παρατηρείτε μεγαλύτερη ποικιλία γραμμών, περισσότερη συγκέντρωση και μεγαλύτερος έλεγχος των δακτύλων καθώς σχεδιάζει.

Στο δεύτερο στάδιο, που ονομάζεται προπαραστατικό (4 -7 χρονών), το παιδί κατακτάει ένα σύμβολο και πριν το εξελίξει και το εμπλουτίσει για ένα χρονικό διάστημα εμμένει στο ίδιο σχήμα του συμβόλου. Δοκιμάζει, επανέρχεται στο προηγούμενο και ξαφνικά εμφανίζει ένα πιο εξελιγμένο σχήμα. Συχνά το παιδί συγκεντρώνει την προσοχή του σε ένα από τα σύμβολα του σχεδίου (π.χ. ζώο), παραμελώντας ή σχεδιάζοντας ελλιπώς τα άλλα σύμβολα που δεν τον ενδιαφέρουν (π.χ. άνθρωπος). Γενικά τα αντικείμενα που σχεδιάζει έχουν τυχαίο μέγεθος και θέση στον χώρο και βρίσκονται φυσικά εκτός αναλογίας. Τα σχέδια των παιδιών της προσχολικής ηλικίας δεν είναι αποτυχημένες προσπάθειες ρεαλιστικών αναπαραστάσεων, αλλά καθαρές, δυνατές οπτικές δηλώσεις πετυχημένων προσπαθειών. Μας γοητεύουν με την ισορροπημένη χρήση του χώρου, τα εκφραστικά τους χρώματα και την αυθεντικότητα τους.

Στο τρίτο στάδιο, που ονομάζεται σχηματικό (7–9 χρονών) οι φόρμες, τα σύμβολα των σχεδίων γίνονται πιο εξειδικευμένα και σύνθετα. Εμφανίζεται μεγαλύτερος έλεγχος των μέσων, τα αντικείμενα δίνονται με περισσότερες λεπτομέρειες και αναπαριστάνονται σε περισσότερο οργανωμένες σχέσεις (πουλιά, γλάστρες, δέντρα, λουλούδια) κάτι το οποίο δεν υπήρχε στα προηγούμενα στάδια. Αρχίζει η επικάλυψη και η προσπάθεια να ληφθούν υπόψη οι σχέσεις απόστασης, ενώ τα μεγέθη πλησιάζουν πιο κοντά στις αναλογίες και τα παιδιά φαίνεται πως υιοθετούν τις συμβάσεις της γραφικής αναπαράστασης της κουλτούρας μας.

Στο τέταρτο στάδιο (9–12 χρονών), έχουμε την ανατολή του ρεαλισμού. Σε αυτή την ηλικία της κοινωνικοποίησης-συμμορίας υπάρχει μεγαλύτερη επίγνωση των λεπτομερειών και τα αντικείμενα ζωγραφίζονται πιο μικρά, λιγότερο παραποιημένα και περισσότερο ρεαλιστικά (λεπτομέρεια στα ενδύματα).

Στο πέμπτο στάδιο, που ονομάζεται ψευδονατουραλιστικό (12–14 χρονών), οι νεαροί έφηβοι ασκούν κριτική στην ζωγραφική τους. Σ΄ αυτό το στάδιο γίνεται προσπάθεια να απεικονιστεί η προοπτική και τελειώνει πλέον η τυχαία ζωγραφική αφού τα σχήματα αποκτούν μια κανονικότητα. Τα παιδιά προβάλλουν τα δικά τους προσωπικά μηνύματα στα σχέδια τους και γίνεται μια πρώτη προσπάθεια για απεικόνιση της δράσης. Οι ρυτίδες του προσώπου και οι πτυχές στα υφάσματα κάνουν την εμφάνιση τους.

Τέλος, στο έκτο στάδιο (14–17 χρονών), στην περίοδο της απόφασης, δεν παρουσιάζονται κάποια επιπλέον χαρακτηριστικά από αυτά που επικρατούν στο πέμπτο στάδιο και αυτό γιατί για μερικούς έφηβους η φυσική καλλιτεχνική ανάπτυξη δεν προχωρά παραπέρα εκτός κι αν δοθούν επιπλέον οδηγίες.

Συμπερασματικά σχόλια
Η ανακάλυψη της τέχνης του παιδιού είναι μια παράλληλη ανακάλυψη με εκείνη ότι το παιδί είναι μια ανθρώπινη ύπαρξη μοναδική, ανεπανάληπτη με τη δική του προσωπικότητα και σπουδαιότητα. «Όλα τα σχέδια του είναι μια εικονογραφημένη γλώσσα που μιλά για το ίδιο το παιδί και τον κόσμο του». Η ζωγραφική του παιδιού μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση της θέσης του παιδιού απέναντι στη ζωή, γι΄ αυτό και τα παιδιά απεικονίζουν στα σχέδια τους σκηνές ανάλογες με τις κοινωνικές διαθέσεις και τα ενδιαφέροντα των ενηλίκων του στενού περιβάλλοντος του.

Η παιδική ζωγραφιά συνεισφέρει σημαντικά σε τρεις περιοχές της ψυχολογίας του παιδιού: (α) στην ψυχολογία της συναισθηματικής έκφρασης. Τα παιδικά σχέδια συχνά αναλύθηκαν σε μια προσπάθεια αξιολόγησης της προσωπικότητας και της ερμηνείας της συναισθηματικής έκφρασης στα σχέδια, (β) στην ψυχολογία της γραφής. Η κατάσταση της γραφής απαιτεί από τα παιδιά τόσο να μάθουν να σχεδιάζουν τα γράμματα με ακρίβεια όσο και να συνδυάζουν τα γράμματα σε λέξεις και προτάσεις για να μεταδώσουν ένα μήνυμα. Η σύγχρονη εκπαιδευτική πρακτική είναι να διδάσκεται η γραφή αφού τα παιδιά έχουν αρχίσει να διαβάζουν και να αναλαμβάνουν ουσιαστική μεταφορά της δεξιότητας από την ανάγνωση στη γραφή, (γ) στην ψυχολογία της σκέψης. Η δημιουργία ενός σχεδίου είναι ένα περίπλοκο επίτευγμα και όπως πολύ καλά απέδειξε ο Freeman (1980), το σχέδιο μιας εικόνας απαιτεί σημαντικό γνωστικό έργο για την επιτυχημένη επίτευξη της. Μάλιστα, παιδιά στα οποία παρέχονται ευρέως ευκαιρίες για να σχεδιάσουν μπορεί να έχουν καλύτερη επίδοση σε αξιολογήσεις της ακαδημαϊκής ικανότητας και της νοημοσύνης. Έτσι το παιδί ζωγραφίζοντας αυτοεκπαιδεύεται, αυτοανακαλύπτει, ερευνά και πειραματίζεται. Το σχέδιο αποτελεί γι΄ αυτό, όχι μόνο παιχνίδι αλλά και εκπαίδευση.

Επομένως, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το καθοριστικό ρόλο της τέχνης, γιατί η επίδραση της στη σωστή και πλήρη διαπαιδαγώγηση του νέου είναι σημαντική, όχι μόνο για την αισθητική αγωγή του ατόμου αλλά και για τη διανοητική αφού τα έργα τέχνης είναι έκφραση βιωμάτων και ιδεών. Απευθύνεται όχι μόνο στο συναισθηματικό αλλά και στο διανοητικό μέρος της ψυχής μας. Η διανόηση τροφοδοτεί την αισθητική εμπειρία και η αισθητική εμπειρία τη διανόηση. Μέσα στο παιδικό σχέδιο είναι εύκολο να διακρίνει κανείς τη πρωτοτυπία και την πλούσια φαντασία των παιδιών. Πρέπει λοιπόν, να κάνουμε τα μικρά παιδιά δημιουργούς και όχι πιστούς αντιγραφείς ή παθητικούς εκτελεστές.
Πηγη:Paidiatros.com